- λεβισία
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας πορτουλακίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lewisia < όν. τού Meriwether Lewis, Αμερικανού εξερευνητή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.